ἀμνημονῶ

ἀμνημονῶ
ἀμνημονέω
to be unmindful
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἀμνημονέω
to be unmindful
pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αμνημονώ — ἀμνημονῶ ( έω) (Α) [ἀμνήμων] 1. είμαι αμνήμων, δεν θυμάμαι 2. ξεχνώ, λησμονώ 3. δεν κάνω μνεία, δεν αναφέρω κάποιον ή κάτι, παρασιωπώ …   Dictionary of Greek

  • αμνήμων — ἀμνήμων ( ονος), ον (ΑΝ) 1. αυτός που δεν έχει μνήμη, που λησμονεί, επιλήσμων, ξεχασιάρης 2. αυτός που λησμονεί τις ευεργεσίες που έχει δεχθεί, αγνώμων, αχάριστος αρχ. 1. αυτός που έπεσε σε λήθη, ο λησμονημένος 2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”